αγερμός

αγερμός
Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό.
* * *
ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω]
νεοελλ.
βλ. Λαογρ.
αρχ.
1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών
2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει, όπως το ἄγερσις, τη συνάθροιση των Ελλήνων για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας
3. συγκέντρωση, θησαυρισμός σοφίας και εμπειρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγερμός — collection of money for the service of the gods masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερμῷ — ἀγερμός collection of money for the service of the gods masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερμόν — ἀγερμός collection of money for the service of the gods masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγυρμοσύνη — ἀγυρμοσύνη, η (Α) ἀγερμός*, ἀγερμοσύνη* [η λέξη έχει καταχωρισθεί μόνο στο Λεξικό τού Σκαρλάτου (τού Βυζαντίου) με την ερμηνεία ἀγερμός. Ο Σκαρλάτος ακολουθεί προφανώς τον Passow, Handwort, s. v., όπου καταφαίνεται ότι ο τύπος ἀγυρμοσύνη είναι… …   Dictionary of Greek

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”